vehículo | |
agric. | φορεύς |
econ. | όχημα |
food.ind. chem. | φορέας |
transp. | Μ.Ε.Α; μονάδα επιβατικών αυτοκινήτων; ελαφρό όχημα; σιδηροδρομικό όχημα |
dé | |
earth.sc. | ηλεκτρόδιο σχήματος D |
salvamento | |
environ. | απορρίμματα προς περισυλλογή και ανακύκληση; διάσωση |
| |||
Μ.Ε.Α | |||
| |||
οχήματα | |||
| |||
φορεύς | |||
όχημα | |||
φορέας | |||
μονάδα επιβατικών αυτοκινήτων; ελαφρό όχημα; σιδηροδρομικό όχημα |
vehículo de : 295 phrases in 26 subjects |