DictionaryForumContacts

   Spanish
Google | Forvo | +
noun | verb | to phrases
vara f
agric. αμολητή; μακρού μήκους παραγωγική μονάδα; καρποφόρο ξύλο
earth.sc., agric. βέργα; βλαστός; κληματίδα
fish.farm. δοκός; ζυγός; καμάρι
tech. 5 γιάρδες; κάμαξ
transp. κάθετη δοκίδα πλευρικού σκελετού; οριζόντια δοκίδα πλευρικού σκελετού
varar v
transp. προσαράσσω
 Spanish thesaurus
vara f
tech. 5,028 m
vara
: 39 phrases in 10 subjects
Agriculture5
Cultural studies1
Earth sciences1
Fish farming pisciculture3
Information technology1
Medical18
Natural resourses and wildlife conservation3
Natural sciences3
Technology1
Transport3