rendimiento | |
gen. | ταχύτητα εκτέλεσης εργασίας |
econ. work.fl. | έξοδος |
el. | απόδοση; βαθμός απόδοσης; ποσοστό χρησιμοποιήσημων διατάξεων |
industr. construct. | απόδοση κτενίσματος |
IT tech. | δυναμικότητα; παροχή |
law | πρόσοδος |
law lab.law. | βέλτιστος ρυθμός εργασίας |