DictionaryForumContacts

   Spanish
Google | Forvo | +
válvula
 válvula
gen. βαλβίδα,δικλείδα
agric. βάνα; δικλείδα; επιστόμιο
earth.sc. mech.eng. βαλβίδα συμπιεστή
industr. construct. chem. Kαλούπι πυθμένος
mech.eng. βαλβίδα
tech. mech.eng. ογκομετρική βάνα
 válvulas
construct. βαλβίδες
| de
 dé
earth.sc. ηλεκτρόδιο σχήματος D
| control
 control
math. έλεγχος
| de
 dé
earth.sc. ηλεκτρόδιο σχήματος D
| vacío
 vacíos
industr. construct. κενά
- only individual words found

to phrases
válvula v
gen. βαλβίδα,δικλείδα
agric. βάνακν.; δικλείδα; επιστόμιο
earth.sc., mech.eng. βαλβίδα συμπιεστή
industr., construct., chem. Kαλούπι πυθμένοςφιάλης
mech.eng. βαλβίδα
tech., mech.eng. ογκομετρική βάνα
válvulas v
construct. βαλβίδες
earth.sc., mech.eng. βαλβίδα κατευθύνσεως
válvula de control de
: 1 phrase in 1 subject
Earth sciences1