DictionaryForumContacts

   Spanish Greek
Google | Forvo | +
- only individual words found

to phrases
tubo m
agric. άκαμπτος αυλός; άκαμπτος αγωγός
econ. σωλήνας
econ., stat., el. γυάλα
el. αυλάκι σε επιφανειακό στρώμα; αυλάκι μέσα στο στοιχείο
industr., construct. νήμα φορέας; κύλινδρος; μασούρι κυλινδρικό
mech.eng. βάση; υποστήριγμα
nat.sc., agric. αγγείο
Tubo m
commer. Σωληνάριο
tubos m
transp., mech.eng. αυλοί συμπυκνωτήρα
tubo para cámara de
: 2 phrases in 1 subject
Electronics2