DictionaryForumContacts

   Spanish
Google | Forvo | +
noun | verb | to phrases
troza f
forestr. κορμοτεμάχια ξύλου; στρογγυλή ξυλεία; στρογγύλη ξυλεία; "βουβά"; στρογγύλη ξυλεία για πρίση (βουβά)
troza v
agric. ξύλον κορμού
agric., industr., construct. βουβόν κορμόξυλον
forestr. κορμοτεμάχιο
industr., construct. κορμός
trozo v
hobby, agric. τεμάχιο
math. δυφίο
med. τμήμα
trozas
: 43 phrases in 5 subjects
Agriculture16
Forestry12
Industry11
Information technology1
Transport3