tronzadora | |
industr. | μηχανή κοπής σε τεμάχια ορισμένου μήκους |
mech.eng. | εργαλείο κοπής κορμών |
met. | μηχανή κοπής |
dé | |
earth.sc. | ηλεκτρόδιο σχήματος D |
soplete | |
gen. | καμινευτήρας,καμινευτικός φυσητήρας |
agric. | ακροφύσιο θερμοκαυστήρα |
industr. construct. met. | έξοδος φλογών απο τις τρύπες του κλιβάνου; ακροφύσιο; φυσητής |
| |||
μηχανή κοπής σε τεμάχια ορισμένου μήκους | |||
εργαλείο κοπής κορμών | |||
μηχανή κοπής | |||
πριόνι που είναι συνδυασμένο με φαλτσογωνίες |
tronzadora de : 4 phrases in 2 subjects |
Mechanic engineering | 3 |
Metallurgy | 1 |