trilladora | |
agric. | μηχανή αλωνισμού; αλωνιστική μηχανή σε σταθερή θέση |
dé | |
earth.sc. | ηλεκτρόδιο σχήματος D |
guisante | |
nat.res. agric. | μπιζέλι; πίσο |
nat.res. agric. food.ind. | κτηνοτροφικά μπιζέλια; πίσον το ήμερο; πρωτεϊνούχα μπιζέλια |
estacionario | |
agric. | σε σταθερή θέση; στάσιμο |
| |||
μηχανή αλωνισμού; αλωνιστική μηχανή σε σταθερή θέση |
trilladora de : 6 phrases in 1 subject |
Agriculture | 6 |