transacción | |
commun. | δοσοληψία; τηλεδοσοληψία; τηλεσυναλλαγή |
comp., MS | συναλλαγή |
dé | |
earth.sc. | ηλεκτρόδιο σχήματος D |
capital | |
econ. | πρωτεύουσα |
fin. | κεφαλαιακός εξοπλισμός; συμμετοχή στο κεφάλαιο |
| |||
δοσοληψία; τηλεδοσοληψία; τηλεσυναλλαγή | |||
συναλλαγή | |||
συμφωνία κατόπιν αμοιβαίων παραχωρήσεων; συμβιβαστική συμφωνία |
transacción de capital : 1 phrase in 1 subject |
Finances | 1 |