DictionaryForumContacts

   Spanish
Google | Forvo | +
trabajador eventual
immigr., social.sc., empl. εποχικά εργαζόμενος
law, lab.law. περιστασιακός εργάτης
social.sc., lab.law., empl. εργαζόμενος σε εταιρία προσωρινής απασχόλησης; προσωρινά απασχολούμενος