tráfico | |
commun. transp. | κυκλοφορία |
environ. | κυκλοφορία; κίνηση; κυκλοφορία/κίνηση |
dé | |
earth.sc. | ηλεκτρόδιο σχήματος D |
vehículo | |
transp. | Μ.Ε.Α |
| |||
κυκλοφορία | |||
οδική κυκλοφορία; κίνηση; οδική κυκλοφορία/κίνηση | |||
διάβαση; κυκλοφοριακός φόρτος |
tráfico de vehículos robados : 1 phrase in 1 subject |
Criminal law | 1 |