DictionaryForumContacts

   Spanish
Google | Forvo | +
torsiómetro m
agric. στρεψεόμετρο; τορσιόμετρο
industr., construct. μετρητής στρέψεως; συντρεψίμετρο; ασγαλειός στριψίματος
industr., construct., chem. στροφόμετρο
transp., tech. μετρητής ροπής στρέψης