DictionaryForumContacts

   Spanish Greek
Google | Forvo | +
- only individual words found

to phrases
testigo m
gen. αδειοδοτικό
agric., industr., construct. δείγμα κλιβάνου ξήρανσης
commun. σελιδοδείκτης; τσάκισμα της γωνίας φύλλου βιβλίου; αδειοπλαίσιο επαλήθευσης
environ. μάρτυρας
fin., IT αδειοπλαίσιο
industr., construct., met. σημειωτής
life.sc., agric. μονόλιθος
transp., mech.eng. ενδεικτική λυχνία
testigos m
commun. άκοπα φύλλα βιβλίου
 Spanish thesaurus
testigo m
law Una persona llamada a testificar acerca de lo vio, oyó, o sabe; Firmar un documento con el propósito de darle autenticidad
testigo identificador para
: 2 phrases in 1 subject
Information technology2