terminal | |
gen. | πόλος; τέρμα,αφετηρία,σταθμός; τερματικό |
el. | διακλάδωση; άκρο του καλωδίου |
IT | πόρτα; άκρο; θύρα |
IT tech. | τερματικός σταθμός |
stat. el. | ακροδέκτης |
| |||
πόλοςηλεκτρικός; τέρμα,αφετηρία,σταθμός; τερματικό | |||
διακλάδωση; άκρο του καλωδίου | |||
πόρτα; άκρο; θύρα | |||
τερματικός σταθμός | |||
ακροδέκτης | |||
| |||
πόλοι |
terminal : 630 phrases in 31 subjects |