tensión | |
earth.sc. | ολικό φορτίο; πίεση |
el. | διαφορά δυναμικού; ηλεκτρική τάση |
health. | φόρτος εργασίας; ένταση της εργασίας |
industr. construct. met. | τάση; παραμόρφωση |
med. | στρες; άγχος |
tensión obtenida por : 1 phrase in 1 subject |
Information technology | 1 |