DictionaryForumContacts

   Spanish
Google | Forvo | +
teletrabajo m
gen. εργασία εξ αποστάσεως
commun., IT, lab.law. τηλε-εργασία
IT, lab.law. τηλεργασία; εργασία μέσω της πληροφορικής ή της τηλεπικοινωνίας