duplex | |
commun. | αμφίδρομος |
dúplex | |
commun. | διπλή ταυτόχρονη επικοινωνία duplex; διπλή ταυτόχρονη λειτουργία; αμφίδρομη επικοινωνία; αμφίδρομη σύνδεση; ταυτόχρονη επικοινωνία |
el. | διπλοκατευθυντικός |
mech.eng. construct. | ομάδα δύο ανελκυστήρων |
telegrafía dúplex : 1 phrase in 1 subject |
Communications | 1 |