Teléfono | |
comp., MS | Τηλέφωνο |
teléfono | |
commun. | χειροσυσκευή; μικροτηλέφωνο; τηλεφωνικό όργανο; τηλεφωνική συσκευή |
dé | |
earth.sc. | ηλεκτρόδιο σχήματος D |
texto | |
gen. | κείμενο ομιλίας |
| |||
χειροσυσκευή; μικροτηλέφωνο; τηλεφωνικό όργανο; τηλεφωνική συσκευή | |||
τηλέφωνο | |||
| |||
Τηλέφωνο | |||
Spanish thesaurus | |||
| |||
tlfno (spanishru); teléf. (spanishru) |
teléfono de texto : 1 phrase in 1 subject |
Microsoft | 1 |