Teléfono | |
comp., MS | Τηλέφωνο |
teléfono | |
commun. | χειροσυσκευή; μικροτηλέφωνο; τηλεφωνικό όργανο; τηλεφωνική συσκευή |
dé | |
earth.sc. | ηλεκτρόδιο σχήματος D |
empresa | |
econ. | επιχείρηση |
| |||
χειροσυσκευή; μικροτηλέφωνο; τηλεφωνικό όργανο; τηλεφωνική συσκευή | |||
τηλέφωνο | |||
| |||
Τηλέφωνο | |||
Spanish thesaurus | |||
| |||
tlfno (spanishru); teléf. (spanishru) |
teléfono de empresa : 2 phrases in 1 subject |
Mexican | 2 |