sumidero | |
agric. | βόθρος; φρεάτιο |
construct. | φρεάτιο απορροής; σύστημα απόθεσης ιλύος; χαράδρωση; υποδοχή στομίου αποστραγγίσεως; διάφραγμα υδρορρόης; έδραση σε μπατικό τοίχο |
environ. | καταβόθρα αερίων θερμοκηπίου |
dé | |
earth.sc. | ηλεκτρόδιο σχήματος D |
gas de efecto invernadero | |
environ. | αέριο του θερμοκηπίου |
sumidero de gases de efecto invernadero : 2 phrases in 1 subject |
Environment | 2 |