DictionaryForumContacts

   Spanish Greek
Google | Forvo | +
- only individual words found

to phrases
sostén m
agric. δόντια καλλιεργητή
industr., construct. κν.σουτιέν; στηθόδεσμος
law, lab.law. πρόσωπο που συντηρεί μία οικογένεια
transp. αντέρεισμα
sostén de
: 2 phrases in 2 subjects
Earth sciences1
Medical1