DictionaryForumContacts

   Spanish
Google | Forvo | +
to phrases
sorgo m
agric. σόργο το σάρωθρο (Andropogon cernuus Roxb., Sorghum durra, Sorghum vulgare Pers.); σόργοπεριλαμβανομένου και του νταρί ή ντούρο ή μεγάλου κεχρίου της Αφρικής και των Ινδιών
econ. σόργο
sorgo
: 18 phrases in 2 subjects
Agriculture10
Natural sciences8