| |||
σόργο το σάρωθρο (Andropogon cernuus Roxb., Sorghum durra, Sorghum vulgare Pers.); σόργοπεριλαμβανομένου και του νταρί ή ντούρο ή μεγάλου κεχρίου της Αφρικής και των Ινδιών | |||
σόργο |
sorgo : 18 phrases in 2 subjects |
Agriculture | 10 |
Natural sciences | 8 |