DictionaryForumContacts

   Spanish Greek
Google | Forvo | +
- only individual words found

noun | verb | to phrases
soporte m
gen. ρυθμιζόμενη βάση; ρυθμιζόμενο υποστήριγμα
agric., mech.eng. μεταλλικό πλαίσιο; μεταλλικό στήριγμα; στήριγμα σωλήνων
industr., construct. έδρανο; βάθρο
met. βάση
transp., construct. κίων; κολόνα; στήλη
soporte v
agric. υψηλός στύλος
agric., mech.eng. μεταλλικό υποστήριγμα δίσκου; βοηθητικό στήριγμα; υποστήλωμα; υποστάτης γραμμής
commun. βραχίονας; υπόστρωμα
comp., MS υποστήριξη; υποστηρίζω
construct. φέρον πλαίσιο; στήριγμα
cultur. υπόθεμα
el. υποστήριξη του νήματος; αγώγιμη βάση; στήριγμα κρυστάλλου
fin. στήριξη; σημείο ανάκαμψης τιμών; σημείο στήριξης τιμών
industr. ύφανσιμο προϊόν ενίσχυσης
industr., construct. ενίσχυση; υποστήριγμα; φορέας
industr., construct., chem. πλάκα στήριξης κεραμικής μάζας κατά το ψήσιμο; υλικό στήριξης
IT, el. βάση συναρμολόγησης
life.sc. βάση επίστρωσης
mater.sc., industr., construct. γωνιώδης βραχίονας
mech.eng. φωλιά εδράνου; συγκρατητής
med., pharma. ικρίωμα
met. άνω τμήμα μηχανής
relig., patents. υλικό για τη μεταφορά ηλεκτρονικών δεδομένων
tech., industr., construct. μορφή φορέα συσκευασίας
textile βάση κώνου ή υποδοχή μπομπίνας
transp. αντέρεισμα
transp., construct. στύλος
soporte de caja de mando y
: 1 phrase in 1 subject
Transport1