sistema de propulsión | |
el. | καθοδήγηση; μετάδοση κίνησης |
forestr. | σύστημα κίνησης |
a | |
comp., MS | μέσος |
chorro | |
mater.sc. | βολή; πυροσβεστική βολή |
mech.eng. | πίδακας ρευστού από εγχυτήρα; ταχύρευμα εξαγωγής καυσαερίων |
dé | |
earth.sc. | ηλεκτρόδιο σχήματος D |
bomba | |
econ. | αντλία |
| |||
καθοδήγηση; μετάδοση κίνησης | |||
σύστημα κίνησης | |||
αυτοπροωθητικό συγκρότημα |