| |||
χειροπρίονο; πριόνι | |||
| |||
οροσειρά | |||
στην πηγή που ανᄆφέρεται στο πεδίο RF δεν υπάρχει ελληνική απόδοση (Thyrsites) | |||
| |||
μαχαίρι θερισμού | |||
μηχανή για πριόνισμα | |||
μηχανή πριονίσματος | |||
πριόνι στέρνου; στην πηγή που αναφέρεται στο πεδίο RF δεν υπάρχει ελληνική απόδοση (Thyrsites atun) | |||
| |||
κάνω εγκοπή με πριόνι; πριονίζω τη ράχη βιβλίου | |||
πριονίζω | |||
| |||
πριόνισμα | |||
Spanish thesaurus | |||
| |||
ljuskotrn (Thyrsites atun, leionura atun, Thyrsitops lepidopoides) |
sierras : 213 phrases in 24 subjects |