serrado | |
industr. construct. met. | πριόνισμα |
serrar | |
commun. | κάνω εγκοπή με πριόνι; πριονίζω τη ράχη βιβλίου |
sierra | |
agric. | μαχαίρι θερισμού |
forestr. | χειροπρίονο; πριόνι |
industr. | μηχανή για πριόνισμα |
met. | μηχανή πριονίσματος |
nat.sc. agric. | πριόνι στέρνου; στην πηγή που αναφέρεται στο πεδίο RF δεν υπάρχει ελληνική απόδοση |
dé | |
earth.sc. | ηλεκτρόδιο σχήματος D |
| |||
χειροπρίονο; πριόνι | |||
| |||
μαχαίρι θερισμού | |||
μηχανή για πριόνισμα | |||
μηχανή πριονίσματος | |||
πριόνι στέρνου; στην πηγή που αναφέρεται στο πεδίο RF δεν υπάρχει ελληνική απόδοση (Thyrsites atun) | |||
| |||
κάνω εγκοπή με πριόνι; πριονίζω τη ράχη βιβλίου | |||
πριονίζω | |||
| |||
οροσειρά | |||
στην πηγή που ανᄆφέρεται στο πεδίο RF δεν υπάρχει ελληνική απόδοση (Thyrsites) | |||
| |||
πριόνισμα | |||
Spanish thesaurus | |||
| |||
ljuskotrn (Thyrsites atun, leionura atun, Thyrsitops lepidopoides) |
sierra de : 59 phrases in 15 subjects |