DictionaryForumContacts

   Spanish
Google | Forvo | +
- only individual words found

noun | adjective | to phrases
seguro n
earth.sc., mech.eng. ασφαλιστικός σύρτης; κλείδωμα
law, insur. ασφάλεια
mech.eng. διάταξη αλάνθαστης εφαρμογής
seguro adj.
gen. ασφαλής
earth.sc., mech.eng. σύρτωση
econ. ασφάλιση
health. ασφαλές
law ασφάλιση δικαιοδόχου
law, insur. τομείς ασφαλίσεων
mech.eng. σύνδεση μοναδικής προσαρμογής
seguros adj.
gen. ασφάλιση ασφάλεια; ασφαλίσεις
environ. ασφάλιση (ασφάλεια)
law, insur. τομείς ασφαλίσεων
seguro de daños a
: 1 phrase in 1 subject
General1