sala | |
agric. | φάτνη αμέλγματος; φάτνη αρμέγματος |
mexic. comp., MS | δωμάτιο |
salado | |
agric. chem. | αλμυρή |
earth.sc. agric. mater.sc. | αλατισμένος |
dé | |
earth.sc. | ηλεκτρόδιο σχήματος D |
control | |
gen. | συστηματική παρακολούθηση,συνεχής παρακολούθηση; συνεχής παρατήρηση,συνεχής επαγρύπνιση,συνεχής παρακολούθηση |
comp., MS | δείκτης κύλισης |
| |||
φάτνη αμέλγματος | |||
| |||
φάτνη αρμέγματος | |||
δωμάτιο | |||
| |||
αλμυρή | |||
αλατισμένος | |||
| |||
πραγματοποιώ έξοδο |
sala de control : 5 phrases in 2 subjects |
Earth sciences | 1 |
General | 4 |