DictionaryForumContacts

   Spanish
Google | Forvo | +
to phrases
rollizo m
agric., coal. διαδοκίς,τραβέρσα,ακατέργαστος κορμός
agric., industr., construct. Ξυλεία στρογγυλή κορμοτεμάχιο
forestr. κορμοτεμάχιο; κορμοτεμάχια ξύλου; στρογγυλή ξυλεία
forestr., wood. κορμός εκτυλίξεως άνευ εγκαρδίου
industr., construct. κορμοτεμάχιο που προορίζεται για εκτύλιξη στη ντερουλέζα
rollizo
: 6 phrases in 3 subjects
Construction2
Industry2
Transport2