rodillo | |
agric. | κύλινδρος ισοπέδωσης |
commun. | κύλινδρος ζελατίνης |
construct. | εφέδρανο-κύλιση |
mech.eng. | σφαιρίδιο |
met. | έλαστρο ευθυγράμμισης; κύλινδρος εύθυνσης; κύλινδρος εξέλασης |
textile | κύλινδρος |
transp. | οδοστρωτήρας |
rodillos | |
IT transp. construct. | τροχοί στήριξης και οδήγησης της καδοφόρου αλυσίδας |
dé | |
earth.sc. | ηλεκτρόδιο σχήματος D |
estrella | |
transp. | τρίγωνο της γραμμής |
rodillo de estrellas : 1 phrase in 1 subject |
Natural sciences | 1 |