retardo | |
chem. el. | υστέρηση |
commun. | χρονική καθυστέρηση |
earth.sc. life.sc. | επιβράδυνση |
dé | |
earth.sc. | ηλεκτρόδιο σχήματος D |
grupo | |
environ. | δεξαμενή; κοινοπραξία; λεκάνη; όμιλος |
| |||
υστέρηση | |||
χρονική καθυστέρηση | |||
επιβράδυνση | |||
καθυστέρηση απόκρισης σε κλιμακωτή διέγερση; καθυστέρηση; χρόνος καθυστερήσεως |
retardo de grupo : 5 phrases in 2 subjects |
Communications | 1 |
Electronics | 4 |