DictionaryForumContacts

   Spanish
Google | Forvo | +
restricción del crédito
fin. πιστωτικοί περιορισμοί; χρηματοπιστωτική κρίση; μείωση της προσφοράς πιστώσεων; περιορισμοί πιστώσεων; πιστωτική ασφυξία
restricciones del crédito
fin. περιορισμοί πιστώσεων; πιστωτικοί περιορισμοί