resistencia a la rotura | |
industr. construct. | αντίσταση στη θραύση |
met. | μέγιστη αντοχή; τελική αντοχή θραύσεως |
flexión | |
gen. | κατά βούληση ασύμμετρη κατανομή του πυρηνικού καυσίμου; κλίση |
commun. IT | μικροκάμψη |
earth.sc. met. | λυγισμός |
| |||
αντίσταση στη θραύση | |||
μέγιστη αντοχή; τελική αντοχή θραύσεως | |||
θλιπτική αντοχή |
resistencia a la rotura por : 6 phrases in 4 subjects |
Coal | 1 |
Earth sciences | 1 |
Materials science | 1 |
Metallurgy | 3 |