DictionaryForumContacts

   Spanish
Google | Forvo | +
- only individual words found

noun | verb | to phrases
reserva f
agric. επιλεγμένος; επιλογή
commun. αίθουσα σπάνιων βιβλίων
commun., IT στατικός καταμερισμός
econ. κράτηση θέσης
environ. απόθεμα, προστατευόμενη περιοχή
environ., agric. εθνικός δρυμός
fin. αποθέματα; αποθεματικό
law απόθεμα; το διαθέσιμον; επιφύλαξη; ρήτρα επιφύλαξης
law, agric. διατήρηση σπερμοφυούς μορφής σε τμήμα του δάσους; επιφανειακή αποταμίευσις
life.sc., construct. αποθήκευση; χωρητικότητα
proced.law. νόμιμη μοίρα
reserva contingente arancelario f
fin. ποσότητα του αποθέματος
reservar v
IT δεσμεύω
reserva de nuevo
: 1 phrase in 1 subject
Environment1