DictionaryForumContacts

   Spanish Greek
Google | Forvo | +
- only individual words found

noun | verb | to phrases
renta f
fin. ομόλογα τοκοφόρα άνευ λήξεως; ομολογία άνευ τακτής λήψεως
renta v
account. ετησία πρόσοδος
demogr., agric. αγρομίσθωμα
econ. εισόδημα
econ., agric. πρόσοδος γεωργικής εκμετάλλευσης
fin. πάγιο δάνειο; οφειλή; χρέος
law, fin., environ. εισόδημα/έσοδο
renta de
: 141 phrases in 15 subjects
Accounting12
Agriculture9
Economy39
Finances46
General6
Insurance10
International trade1
Labor law1
Law4
Marketing1
Politics2
Security systems3
Social science1
Statistics1
Taxes5