rendimiento | |
gen. | ταχύτητα εκτέλεσης εργασίας |
econ. work.fl. | έξοδος |
el. | απόδοση; βαθμός απόδοσης; ποσοστό χρησιμοποιήσημων διατάξεων |
industr. construct. | απόδοση κτενίσματος |
IT tech. | δυναμικότητα; παροχή |
law | πρόσοδος |
law lab.law. | βέλτιστος ρυθμός εργασίας |
equivalente | |
health. | ισοδύναμος |
a | |
comp., MS | μέσος |
nominal | |
IT el. | διαβαθμισμένος |
rendimiento equivalente a un : 1 phrase in 1 subject |
Finances | 1 |