DictionaryForumContacts

   Spanish Greek
Google | Forvo | +
- only individual words found

to phrases
rendimiento m
gen. ταχύτητα εκτέλεσης εργασίας
agric. βάρος ανά εκτάριο
comp., MS επιδόσεις
econ., work.fl. έξοδος; μέτρο εκροών
el. απόδοση; βαθμός απόδοσης; ποσοστό χρησιμοποιήσημων διατάξεων; απόδοση παραγωγής
energ.ind. ενεργειακή απόδοση
forestr. ικανότητα; παραγωγή
industr., construct. απόδοση κτενίσματος
IT διεκπεραιωτικότητα
IT, tech. δυναμικότητα; παροχή
law πρόσοδος
law, econ., IT παροχή εργασίας; ρυθμός εκτέλεσης εργασίας
law, lab.law. βέλτιστος ρυθμός εργασίας
med. επίδοση
met. συντελεστής απόδοσης
rendimiento cal m
mater.sc., construct. απόδοσις ασβέστου
 Spanish thesaurus
rendimiento m
gen. rdto. (spanishru)
rendimiento equivalente a un
: 1 phrase in 1 subject
Finances1