|
|
comp., MS |
εγγραφή |
environ. |
εγγραφή στo πρωτσκoλλo |
industr., construct., met. |
μπαράζ τροφοδότου |
transp. |
αριθμός κυκλοφορίας |
|
|
gen. |
αρχεία καταχωρήσεως στοιχείων |
|
|
gen. |
καταχώριση; μητρώο γνωστό ως roster |
busin., labor.org., account. |
τόπος όπου κατατίθενται ή καταχωρούνται οι λογαριασμοί |
commun. |
αντιστοιχία; σύμπτωση; σελιδοδείκτης |
comp., MS |
αρχείο καταγραφής |
cultur. |
βαλβίδα και δικλείδα; ομάδα ηχητικών αυλών εκκλησιαστικού οργάνου |
el. |
ευθυγράμμιση επικάλυψης |
environ. |
καταγραφή; καταχώρηση |
health., pharma. |
μητρώα |
industr., construct., chem. |
Σταμάτημα συσκευής λείανσης |
industr., construct., met. |
ρυθμιστής ροής υαλομάζας |
IT |
καταχωρητής; καταχωρητής μνήμης; εγγράφω |
IT, tech. |
ημερολόγιο |
law |
έρευνα; πρωτόκολλο; κατ' οίκον έρευνα |
life.sc. |
σημεία σύμπτωσης υλικού παραγωγής χαρτών |
patents. |
καταχώρηση; πρωτοκόλληση |
social.sc. |
ιδίωμα |
transp. |
φρεάτιο επίσκεψης; καταχώρηση αριθμού κυκλοφορίας |
transp., nautic. |
νηολόγιο; ανθρωποθυρίδα |
work.fl. |
αρχείο; μητρώο |
|
|
commun. |
πέφτω σε αντιστοιχία; πέφτω σε σύμπτωση |
comp., MS |
δήλωση |
fin. |
εγγράφω επισήμως; εισάγω στο Xρηματιστήριο; καταχωρώ |
transp. |
εγγράφω |
|
|
comp., MS |
εγγράφομαι; δήλωση |
|
|
comp., MS |
μητρώο |
law, tech., mech.eng. |
πρωτόκολλο |
|
Spanish thesaurus |
|
|
law |
Los documentos oficiales que forman un caso en el tribunal |