| |||
πρόσφυγας εντολής | |||
| |||
πρόσφυγας (σύμφωνα με την συνθήκη της Γενέυης) | |||
| |||
πρόσφυγας | |||
| |||
εκ πρώτης όψεως πρόσφυγας | |||
| |||
πρόσφυγας | |||
| |||
απορροή των ομβρίων υδάτων; οικοδομικό τετράγωνο | |||
κατάλυμα; καταφύγιο; κέντρο περίθαλψης; κλωβός; υπόστεγο; νησίδα; καταφύγιο/νησίδα; κατάλυμα/κέντρο περίθαλψης/κλωβός/καταφύγιο/υπόστεγο | |||
δασοκάλυψις κατάλληλος διά καταφύγιον της αγρίας πανίδος | |||
νησίδα πεζών |
refugiado : 118 phrases in 16 subjects |