DictionaryForumContacts

   Spanish
Google | Forvo | +
noun | verb | to phrases
refugiado bajo mandato n
immigr. πρόσφυγας εντολής
refugiado en términos de la Convención de Ginebra n
immigr. πρόσφυγας (σύμφωνα με την συνθήκη της Γενέυης)
refugiados n
environ. πρόσφυγας
refugiado prima facie n
immigr. εκ πρώτης όψεως πρόσφυγας
refugiado v
econ. πρόσφυγας
refugio v
construct. απορροή των ομβρίων υδάτων; οικοδομικό τετράγωνο
environ. κατάλυμα; καταφύγιο; κέντρο περίθαλψης; κλωβός; υπόστεγο; νησίδα; καταφύγιο/νησίδα; κατάλυμα/κέντρο περίθαλψης/κλωβός/καταφύγιο/υπόστεγο
nat.sc., agric. δασοκάλυψις κατάλληλος διά καταφύγιον της αγρίας πανίδος
transp. νησίδα πεζών
refugiado
: 118 phrases in 16 subjects
Economy4
Environment1
Finances1
General14
Human rights activism28
Immigration and citizenship18
International law12
Law19
Life sciences1
Obsolete / dated1
Patents1
Politics1
Religion1
Social science10
Transport3
United Nations3