DictionaryForumContacts

   Spanish
Google | Forvo | +
- only individual words found

noun | verb | to phrases
refuerzo m
agric. ενισχυτικό; εντατικοποίησις; οργανωτική εξέλιξις; Πρώτη ενίσχυση
environ. ενίσχυση
med. αναδιπλασιασμός
met., mech.eng. νεύρωμα; ιστός
transp. ανθεκτική επίστρωση; φέρουσα επίστρωση; αντέρεισμα; μηχανή ενισχυτική; μηχανή ενίσχυσης
reforzado v
el. ενισχυμένος
mater.sc., el. βαριάς χρήσης; βαρύ έργου
reforzar v
gen. θέσπιση αυστηρότερων κανόνων
forestr. επιβάλλω; ενισχύω
refuerzo de
: 74 phrases in 19 subjects
Agriculture1
Chemistry2
Construction5
Economy1
Electronics1
Finances1
Fish farming pisciculture1
General5
Hobbies and pastimes3
Industry15
Life sciences1
Materials science8
Mechanic engineering8
Metallurgy1
Municipal planning3
Natural sciences1
Religion1
Taxes3
Transport13