reducción del riesgo | |
agric. | Περιορισμός των κινδύνων πυρκαϊάς |
dé | |
earth.sc. | ηλεκτρόδιο σχήματος D |
desastre | |
gen. | καταστροφή |
environ. | καταστροφές |
| |||
Περιορισμός των κινδύνων πυρκαϊάς | |||
μείωση του κινδύνου |
reducción del riesgo de desastres : 1 phrase in 1 subject |
Environment | 1 |