DictionaryForumContacts

   Spanish Greek
Google | Forvo | +
- only individual words found

noun | noun | to phrases
red f
commun., el. κύκλωμα f
commun., transp. δίκτυο επικοινωνιών; δίκτυο μεταφορών
comp., MS δίκτυο m
earth.sc., chem. διάγραμμα f
earth.sc., el. εγκατάσταση μεταφοράς και διανομής
el. διάταξη κεραιών; κατευθυντική κεραιοστοιχία; κεραιοστοιχία f; στοιχειοκεραία f; ηλεκτρικό δίκτυο
fish.farm. αλιευτικό δίχτυ
industr., construct. ύφασμα βροχιδωτό με κόμβους; δίχτυ m; δικτυωτό m; φιλές
IT τηλεπικοινωνιακό δίκτυο
mech.eng. δίκτυ φορτίου
 Spanish thesaurus
Red. abbr.
abbr., med. reducción
red encargada de la
: 1 phrase in 1 subject
Transport1