DictionaryForumContacts

   Spanish Greek
Google | Forvo | +
recurso
 Recursos
comp., MS Πόροι
 recurso
comp., MS πόρος
health. μέσο
law προσφυγής
polit. law άσκηση εφέσεως; αναίρεση
 recursos
comp., MS εργατικό δυναμικό
environ. πόροι; μέσα; πόροι/μέσα
| lingüístico
 lingüística
econ. γλωσσολογία
multilingüe | a
 a
comp., MS μέσος
través | de
 dé
earth.sc. ηλεκτρόδιο σχήματος D
| redes
 red
el. διάταξη κεραιών
| globales
 global
IT lab.law. Καθολικό
- only individual words found

to phrases
recurso m
comp., MS πόρος
health. μέσο
law προσφυγής; αναγωγή; προσφυγή; προσβάλλω με ένδικο μέσο; ένδικο μέσο
polit., law άσκηση εφέσεως; αναίρεση
recursos m
comp., MS εργατικό δυναμικό
environ. πόροι; μέσα; πόροι/μέσα
IT προσφυγές
social.sc., construct. δημόσιες υπηρεσίες
recursos y empleos m
account. πόροι και χρήσεις
Recursos m
comp., MS Πόροι
recurso lingüístico multilingüe a
: 1 phrase in 1 subject
Communications1