DictionaryForumContacts

   Spanish
Google | Forvo | +
noun | verb | to phrases
recorte m
stat., scient., el. αποκοπή συλλαβών ομιλίας
recortes v
cultur. αποκόμματα
mater.sc. απορρίμματα κοπής; ξέσματα
tech., industr., construct. φύρα
recortar v
agric. ανανέωση τομής
commun. ψαλιδίζω τα περιθώρια βιβλίου; κόβω
comp., MS περικοπή; αποκόπτω
econ., met. ψαλιδίζω; ξακρίζω; ομαλύνω; περικόπτω; σιάζω
forestr. Ανανεώνω κόβω δένδρο προς ανανέωση
recorte v
comp., MS απόκομμα; προσωρινό αντικείμενο
fin. περικοπή
forestr., industr., construct. τμήμα καθαρής επιφάνειας
industr., construct. αποπαρύφωση
IT ψαλίδιση
stat., scient., el. ψαλιδισμός ομιλίας
recortes
: 71 phrases in 16 subjects
Agriculture3
Chemistry2
Coal1
Communications5
Economy1
Electronics2
Environment2
Finances8
Forestry1
General1
Industry31
Information technology3
Microsoft3
Statistics2
Technology5
Transport1