receptor | |
gen. | παραλαμβάνων υπάλληλος |
agric. | λήπτης |
chem. | δοχείο συλλογής |
commun. | ακουστικό; δέκτης; θέση λήψεως; δέκτης ραδιοσυχνοτήτων; ραδιοδέκτης |
comp., MS | αποδέκτης |
industr. construct. met. | ποδιά μηχανής κυλινδρισμού γυαλιού |
a | |
comp., MS | μέσος |
Ello | |
med. | αυτό |
receptores sensibles a la : 1 phrase in 1 subject |
Medical | 1 |