| |||
ανθοδόχη άνθους (receptaculum, torus) | |||
| |||
βάση ποδίσκου | |||
θήκη | |||
δοχείο μεταφοράς στοιχείου πυρηνικού καυσίμου | |||
δεξαμενή | |||
ανθοδόχη (Receptaculum, receptaculum commune, torus); ανθοδόχη ταξιανθίας (Receptaculum, receptaculum commune, torus); σπερμοδόχη (Receptaculum, receptaculum commune, torus) | |||
δοχείο; υποδοχέας |
receptaculo : 18 phrases in 4 subjects |
Earth sciences | 1 |
Electronics | 4 |
Mechanic engineering | 8 |
Transport | 5 |