DictionaryForumContacts

   Spanish
Google | Forvo | +
to phrases
ramas f
forestr. κλαδιά; κλάδοι
rama f
agric. τεμάχιο κορμού
commun. πλαίσιο; φόρμα
comp., MS κλάδος
el. βραχυκυκλωμένο ή ανοιχτοκυκλωμένο στέλεχος γραμμής μεταφοράς που χρησιμοποιείται για προσαρμογή φορτίων
industr., construct. ράμα
IT κατασκευή διακλάδωσης
mech.eng. τμήμα
nat.sc. κλάδος (ramus); πρέμνον (ramus)
social.sc. χόρτο
transp. συρμός οχημάτων; σύνθεση που κάνει καμπύλες; αμαξοστοιχία; συρμός
ramas
: 187 phrases in 24 subjects
Accounting5
Agriculture11
Communications3
Earth sciences2
Economy34
Education1
Electronics3
Environment4
Finances6
Forestry13
General1
Industry19
Information technology1
Insurance3
Labor organization1
Law4
Mechanic engineering11
Medical16
Metallurgy1
Microsoft3
Natural sciences7
Statistics1
Textile industry2
Transport35