Sign in
|
English
|
Terms of Use
Dictionary
Forum
Contacts
Spanish
⇄
Bulgarian
Czech
Danish
Dutch
English
Estonian
Finnish
French
German
Greek
Italian
Polish
Portuguese
Romanian
Russian
Slovak
Swedish
G
o
o
g
l
e
|
Forvo
|
+
to phrases
puntal
m
agric.
στήριγμα
;
κίονας
;
κολόνα
κν.
;
πουντέλι
κν.
;
στύλος
κν.
;
αντιστήριγμα
coal., industr., construct.
στύλος αντιστηρίξεως
construct.
εγκάρσια δοκός μεταξύ αντηρίδων
;
υποστήριξη
;
αντηρίδα
;
μπουντέλι
;
υποστύλωμα ικριώματος
;
ενίσχυση
;
στύλωση
;
στήριξη
forestr.
ξύλινα υποστηρίγματα ορυχείου
industr., construct.
σταυρόξυλο
;
πουντέλι
;
γκιοστέκι
;
ζεύγμα
;
πλαγιοσύνδεσμος
stat., agric.
ορθοστάτης ορυχείων
transp.
βάθος καρίνας
;
μέσο βύθισμα τρόπιδας
;
βύθισμα
transp., mech.eng.
κύριο στυλίδιο
;
κύρια αντηρίδα
transp., nautic., fish.farm.
βαρδαφόγος
;
δοράτιο
;
κέρκος
;
μπούμα
;
προώστης
;
βάθος πλοίου
;
βαρδαφόγος
κν.
;
μπούμα
κν.
puntales
m
transp.
άτλαντες
;
μπουντέλια
;
τσιφούτια
puntal
:
40 phrases
in 7 subjects
Agriculture
6
Construction
5
Industry
2
Materials science
2
Mechanic engineering
7
Mineral products
1
Transport
17
The server is undergoing maintenance and the site is working in read-only mode. Please check back later.">
Add
|
The server is undergoing maintenance and the site is working in read-only mode. Please check back later.">
Report an error
|
Get short URL
|
Language Selection Tips