DictionaryForumContacts

   Spanish Greek
Google | Forvo | +
- only individual words found

noun | verb | to phrases
punta f
gen. ουσ. αιχμής
agric., industr., construct. λεπτή άκρη
el. αγωγός πόλου; πόλος
industr., construct. ήλος; δόντι; καρφί; μικρή σφήνα; τζακ
industr., construct., mech.eng. ακίδα
math. αιχμή
mech.eng. μεταλλικό κορδόνι; συνδετήρας
stat. τιμή κορυφής
tech., mech.eng. μπεκ; στόμιο
transp., construct. αιχμή πασσάλου; χαλύβδινο πέδιλο
puntas f
industr., construct. κλωστές στριμμένου νήματος; κλάδεμα κορμού
puntado v
agric. ξυνός
punta de corazón
: 2 phrases in 1 subject
Transport2