DictionaryForumContacts

   Spanish
Google | Forvo | +
to phrases
pulverizador m
agric. ραντιστήρας; ραντιστήρι; γεωργικός ψεκαστήρας
coal. κονιοποιητήρας; τριβείο
environ. δοχείο ψεκασμού
mech.eng. συσκευή ψεκασμού
med. βαποριζατέρ
met. πιστόλι ψεκασμού; ψεκαστήρας
mun.plan., earth.sc. ακροφύσιο ψεκασμού; εκτοξευτήρας
pharma., chem. συσκευή αλέσματος
transp. εκτοξευτήρας σκυροδέματος; ψεκαστήρας καυσίμου μηχανών
pulverizador
: 109 phrases in 11 subjects
Agriculture85
Construction1
Environment1
Forestry1
Industry6
Materials science2
Mechanic engineering5
Metallurgy2
Municipal planning1
Natural sciences4
Transport1