prueba | |
commun. | διόρθωση; δοκίμιο |
econ. | απόδειξη |
environ. | δοκιμασία; δοκιμή; έλεγχος |
hobby commun. | διαφημιστικό γραμματόσημο |
IT | εξέταση |
law | στοιχείο |
mater.sc. | δοκιμασία συσκευασίας |
dé | |
earth.sc. | ηλεκτρόδιο σχήματος D |
diagnóstico a bordo | |
transp. | διαγνωστικό σύστημα επί του οχήματος |
prueba de diagnóstico a : 1 phrase in 1 subject |
Health care | 1 |